ἰοῦ

ἰοῦ
ἰ̱οῦ , ἰάομαι
j
imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)
ἰάομαι
j
pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)
ἰ̱οῦ , ἰόομαι
become
imperf ind mp 2nd sg
ἰόομαι
become
pres imperat mp 2nd sg
ἰόομαι
become
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἰός 1
arrow
masc gen sg
ἰός 1
arrow
neut gen sg
ἰ̱οῦ , ἰός 2
poison
masc gen sg
ἰ̱οῦ , ἰόω
become
imperf ind mp 2nd sg
ἰόω
become
pres imperat mp 2nd sg
ἰόω
become
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἰού
hallo!
indeclform (exclam)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰού — hallo! indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιού — Βλ. λ. Ιηού. * * * ἰού και ἰοῡ (Α) (σχετλιαστ. επιφών. συν. επαναλαμβανόμενο) 1. κραυγή λύπης, αλίμονο, οίμοι* («ἰοὺ ἰοὺ βοᾱν κεκραγέναι», Αριστοφ.) 2. κραυγή εκπλήξεως ή θαυμασμού («ἰού ἰοὺ ὡς πανοῡργος εἶ», Πλάτ.) 3. κραυγή χαράς («ἰοὺ ἰού,… …   Dictionary of Greek

  • Ἰοῦ — Ἰώ the moon fem acc dual Ἰώ the moon fem nom/voc/acc dual Ἰώ the moon fem voc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴου — Ἴης masc gen sg Ἴος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴου — ἴον violet neut gen sg ἴ̱ου , ἰόω become imperf ind act 3rd sg ἰόω become pres imperat act 2nd sg ἰόω become imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… …   Dictionary of Greek

  • αργού ιού, νόσος του- — Ομάδα ασθενειών, που εκδηλώνεται μετά από μήνες ή και χρόνια από την προσβολή από έναν ιό …   Dictionary of Greek

  • πλύνιον — ίου, τὸ, Α [πλυνός] υποκορ. τού πλυνός …   Dictionary of Greek

  • στλεγγίδιον — ίου, τὸ, Α [στλεγγίς, ίδος] υποκορ. μικρή στλεγγίδα …   Dictionary of Greek

  • Ἰούστου — Ἰού̱στου , Ἰοῦστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”